57 ΨΥΧΕΣ
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από
το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του
θα ‘φτανε να πικράνει τον αέρα του Αδη.
Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν
πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που
ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των παιδιών.