Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ
Η ιστορία γράφεται λίγο πριν και λίγο μετά το 1960. Η Δυτική Γερμανία αφήνει πίσω της τα ερείπια του πολέμου. Οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έχουν πάρει μπροστά. Ωστόσο, ένα είναι το μεγάλο πρόβλημα: η έλλειψη εργατικών χεριών, κυρίως για εργασίες που δεν απαιτούν υψηλή επαγγελματική κατάρτιση.
Τη λύση δίνουν δύο διμερείς συμφωνίες της Δυτικής Γερμανίας με την Ελλάδα και την Ισπανία, οι οποίες υπογράφονται στις 29 και στις 30 Μαρτίου αντιστοίχως. Είχε προηγηθεί βέβαια η συμφωνία με την Ιταλία στη δεκαετία του ’50. Μέσα σε λίγα χρόνια ο αριθμός των «γκασταρμπάιτερ – προσωρινών εργατών» στη Γερμανία αυξήθηκε ραγδαία. Όλοι ταξίδευαν με το τρένο. Τελικός προορισμός των περισσοτέρων « Ο Σταθμός του Μονάχου». Οι περισσότεροι θυμούνται το περιπετειώδες ταξίδι από την πατρίδα για τον σταθμό με το «Ακρόπολις Εξπρές».
Δυσκολίες μεγάλες, προσδοκίες συχνά ανεκπλήρωτες, αλλά κι ένα σύστημα εργασίας συγκροτημένο, μεθοδικό. Κάποιοι τα βρήκαν ευκολότερα, όμως πολλοί ταλαιπωρήθηκαν. Πρόβλημα στη γλώσσα, πόνος για την οικογένεια που έμεινε πίσω, νοσταλγία για την πατρίδα, ξενιτιά, μοναξιά, από σκληρή έως κι εξοντωτική δουλειά, κάποιες φορές κι απανθρωπιά. Αλλά και περισσότερα χρήματα. Κι ένα σίγουρο μεροκάματο, έστω για μερικά χρόνια, άλλες φορές και για πάντα.
Οι εμπειρίες των μεταναστών έκρυβαν πίκρες, ανασφάλεια, αδικίες, αλλά και μερικά μάρκα στην τσέπη, τα οποία έθρεφαν οικογένειες στην Ελλάδα.
Οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Κουλούρας, με αφορμή την εικαστική εγκατάσταση που δημιούργησαν στον κήπο-γενέθλιο τόπο, του σχολείου τους, με τίτλο «Αγία Νοσταλγία – Ο μετανάστης του ‘60» φιλοξένησαν και συζήτησαν μαζί του, με έναν απ’ τους πολλούς μετανάστες της εποχής εκείνης που έφυγαν από το χωριό μας, τον κο Στεφανίδη Στέλιο.
Ο κος Στεφανίδης που το 1960, σε ηλικία, μόλις 17 ετών, άφησε το γενέθλιο τόπο του, τους ανθρώπους του, το πατρικό του σπίτι και αναχώρησε για την ξενιτιά.
Η ζωή κύκλους κάνει, θαρρείς, αφού και οι δικοί του, με μια παρόμοια, ωστόσο διαφορετική, ιδιότητα, αυτή του πρόσφυγα, εγκατέλειψαν τα υπάρχοντά τους, απ’ την άλλη μεριά του Αιγαίου και βρέθηκαν ξαφνικά σε άλλο τόπο, να κάνουν μια νέα αρχή.
Οι μικροί μαθητές ρώτησαν πολλά. Ο κος Στεφανίδης, φανερά συγκινημένος, αλλά και με μια κρυμμένη περηφάνια, απάντησε σε όλα. Θυμήθηκε τα δύσκολα χρόνια της φυγής, τις συνθήκες που επικρατούσαν στον τόπο μας, τα αδιέξοδα, αλλά και τις ευκαιρίες που ανοίγονταν για όσους τολμούσαν. Μας μίλησε για τις συνθήκες που βρήκε εκεί, στην ξενιτιά, που κάθε άλλο, παρά παραδεισένιες ήταν. Μόνος, ξένος, χωρίς δυνατότητα γλωσσικής συνεννόησης, χωρίς φίλους.
Μα , από την άλλη, λέει … ¨ο άνθρωπος είναι θεριό, παλεύει, αγωνίζεται, προσαρμόζεται και στο τέλος τα καταφέρνει. Κι αν είσαι και Έλληνας ξενιτεμένος, οι πιθανότητες να τα καταφέρεις είναι πολύ περισσότερες¨.
¨Αντικρίζοντας το έργο σας στην αυλή του σχολείου, αισθάνθηκα μεγάλη αισιοδοξία και ικανοποίηση. Αισθάνθηκα τον τόπο μου, το χωριό μου να με θυμάται, να με αγκαλιάζει να με τιμά. Και μάλιστα, το πιο αγνό και υγιές κομμάτι του, η νεολαία, τα μικρά παιδιά και άρα το μέλλον του τόπου μας…
Όσες φορές στη ζωή μου έπεσα για ύπνο το βράδυ, τόσες φορές πέρασε απ’ το μυαλό μου η επιθυμία να γυρίσω οριστικά πίσω. Και τα χρόνια πέρασαν, ανάμεσα σε δυο πατρίδες …
…Με ρωτάτε αν μετάνιωσα. Με σιγουριά θα σας πω όχι. Δεν είμαι αχάριστος. Η ξενιτιά εν τέλει, μου πρόσφερε μια καλύτερη ζωή, παρά τις αρχικές δυσκολίες, μου πρόσφερε οικογένεια, παιδιά, νέους φίλους και προπαντός με έκανε να αγαπήσω τη χώρα μου με μια αγάπη πιο δυνατή και πιο καθαρή¨…
Τέλος, στις ερωτήσεις των παιδιών, αν γύριζε το χρόνο πίσω, αν θα άλλαζε κάτι στις επιλογές του, αν ξέχασε στοιχεία της πατρίδας του, αν η πατρίδα του τον ξέχασε, απάντησε με σιγουριά με τρία σταθερά ΟΧΙ : ¨ ΟΧΙ, δεν θα άλλαζα τίποτα, πάλι θα έφευγα και πάλι θα λαχταρούσα να γυρίσω πίσω, τι σόι απόγονος του Οδυσσέα θα ήμουνα¨, είπε αστειευόμενος, ¨ ΟΧΙ δεν ξέχασα τίποτα απ’ την πατρίδα μου, πρόσωπα, συνήθειες, ήθη, έθιμα, τόπους, αντίθετα νοιώθω χρόνο με το χρόνο να διατηρούν μια φρεσκάδα και μια καθαρότητα απόλυτη στο μυαλό και στην καρδιά μου, και φυσικά, ΟΧΙ, δεν αισθάνομαι να με ξέχασε η πατρίδα μου και, μικρά μου παιδιά, μια απόδειξη είστε εσείς και το σχολείο σας, το σχολείο μου, που σήμερα με κάνατε πολύ χαρούμενο με τη φιλοξενία σας, το ενδιαφέρον σας να μάθετε για τις επιλογές της ζωής μου και τη δυνατότητα που μου δώσατε να θυμηθώ, γιατί, όπως μου είπε και ο Διευθυντής σας νωρίτερα, οι μνήμες είναι σαν τα φυτά του όμορφου κήπου σας, αν δεν τα ποτίζεις συχνά, μαραίνονται. Σας ευχαριστώ πολύ¨.
Εμείς σας ευχαριστούμε κύριε Στεφανίδη για τις πολύτιμες εικόνες, μνήμες, εμπειρίες που βγάλατε απ’ το σεντούκι της ζωής σας και τις μοιραστήκατε μαζί μας.